- δόσιμο
- το, -ατος1. το να δίνει κανείς κάτι.2. φόρος: Δεν τα βγάζει πέρα με τόσα δοσίματα που πληρώνει στο κράτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δόσιμο — το (Μ δόσιμον) 1. προσφορά, παροχή 2. φόρος νεοελλ. το μίσθωμα που καταβάλλει κάθε χρόνο ο γεωργός στον γαιοκτήμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τού αρχ. επιθ. δόσιμος] … Dictionary of Greek
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
δόση — η (AM δόσις) 1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο 2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων 3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα μσν. 1. (για ακίνητο) μεταβίβαση … Dictionary of Greek
καθομολόγηση — η 1. ανεπιφύλακτη αποδοχή, δόσιμο όρκου 2. φρ. α) «καθομολόγηση πίστεως» υπόσχεση πίστεως β) «καθομολόγηση ιατρού» ο όρκος που δίνεται από πτυχιούχο τής ιατρικής, με τον οποίο αυτός ομολογεί πίστη και αφοσίωση στην ιπποκρατική δεοντολογία γ)… … Dictionary of Greek
χειρόδοτος — ον, Α 1. αυτός που έχει δοθεί με το χέρι 2. φρ. α) «χειρόδοτον δάνειον» δάνειο στο χέρι χωρίς γραπτό συμβόλαιο πάπ. β) «χειρόδοτα παράφερνα» κινητή περιουσία. επίρρ... χειροδότως Μ στο χέρι, με δόσιμο στο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δοτός… … Dictionary of Greek
απονομή — η το ακριβοδίκαιο δόσιμο: Η απονομή των τιμητικών διπλωμάτων στους καλλιεργητές πρότυπων αγροκτημάτων θα γίνει την προσεχή Κυριακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορκωμοσία, η — και ορκοδοσία η ένορκη βεβαίωση, το δόσιμο όρκου: Ορκωμοσία των μελών της κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράδοση — η 1. δόσιμο: Παράδοση των χρημάτων στον ίδιο. 2. μεταβίβαση: Η παράδοση της εξουσίας από τους δικτάτορες σπάνια γίνεται με ειρηνικό τρόπο. 3. άγραφη μυθική διήγηση που περνά από τους παλιότερους στους νεότερους: Παλιά παράδοση λέει πως το χωριό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροχή — η 1. δόσιμο, χορήγηση, προμήθεια, τροφοδότηση: Παροχή ρεύματος, νερού κτλ. 2. αμοιβή, επίδομα: Οι παροχές της πολιτείας τη χρονιά που πέρασε ήταν περιορισμένες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)